- υποχθόνιος
- -α, -ο / ὑποχθόνιος, -ίη, -ον, ΝΑνεοελλ.1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα»)2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιος («υποχθόνιος άνθρωπος»)β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις»)αρχ.1. (για τους θεούς τού Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται», Ησίοδ.)2. ο θαμμένος κάτω από την γη3. (κατ' επέκτ.) νεκρός.επίρρ...υποχθονίως και υποχθόνια Ν1. υπογείως2. κρυφά, ύπουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -χθόνιος (< χθων, χθονός «γη, έδαφος»), πρβλ. καταχθόνιος].
Dictionary of Greek. 2013.